ἄμορφα

ἄμορφα
ἄμορφος
misshapen
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άμορφα ορυκτά — Ορυκτά που η εσωτερική δομή της ύλης τους είναι ακανόνιστη, δηλαδή τα μόριά τους διατάσσονται χωρίς μια ορισμένη σειρά, και δεν σχηματίζουν κρυστάλλους. Τα ορυκτά αυτά μπορούν να προέλθουν είτε από ηφαιστειακή δράση είτε από τη διαβρωτική δράση… …   Dictionary of Greek

  • 'μορφα — ἄμορφα , ἄμορφος misshapen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμορφη κατάσταση — Η φυσική κατάσταση ενός στερεού σώματος μη κρυσταλλικού, που τα μόριά του δηλαδή έχουν ακανόνιστη διάταξη και οπωσδήποτε όχι γεωμετρική. Τα άμορφα σώματα διακρίνονται από τα υγρά, που κι αυτά έχουν μη γεωμετρική δομή, κατά τον εξαιρετικά υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • необразьныи — (4*) пр. 1.Лишенный формы, бесформенный: видѣниѥ неѡбразьно. (ἀνείδεος) ЖФСт XII, 106 об.; н҃бо свою красоту вспри˫а. землѧ же свою. и тако преже необразны˫а вещи ѹкрасишасѧ. ГБ XIV, 63в; необразьна˫а средн. мн. в роли с.: всѧ же просвѣти ре(к) ѿ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ίζημα — Στην αναλυτική χημεία ί. ονομάζεται η στερεή φάση που καθιζάνει από ένα διάλυμα με συμπύκνωση πέρα από το όριο κορεσμού, με προσθήκη ενός άλλου διαλύτη ή με τη δράση ενός ειδικού αντιδραστηρίου, το οποίο μπορεί να είναι υγρό, αέριο, στερεό ή… …   Dictionary of Greek

  • αλδεϋδορητίνες — οι Χημ. άμορφα κιτρινόφαια σώματα, που σχηματίζονται κατά την επίδραση πυκνών καυστικών αλκαλίων στην ακεταλδεΰδη και τα ομόλογά της. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aldehyde resin < aldehyde «αλδεΰδη» (πρβλ. αλδεΰδες) +… …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτό — Φυσική ουσία, συνήθως στερεή και ανόργανη με χημική σύσταση και φυσικές ιδιότητες καθορισμένες. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, τα ο. είναι κρυσταλλικά, δηλαδή έχουν κανονικό σχήμα διεπόμενο από τους νόμους της κρυσταλλογραφίας· ελάχιστα είναι τα… …   Dictionary of Greek

  • ραψωδία — Αρχικά η λέξη σήμαινε μέρος ή απόσπασμα ενός επικού ποιήματος, που έψελναν ή αφηγούνταν στην αρχαία Ελλάδα οι ραψωδοί. Όταν ο όρος ρ. εισήχθη στη νεότερη μουσική, στις αρχές του 19ου αι., με την κίνηση του ρομαντισμού, υποδήλωνε μια σύνθεση, πολύ …   Dictionary of Greek

  • τήξη — Η μετάβαση μιας ουσίας από την κατάσταση του στερεού στην κατάσταση του υγρού. Κάθε ουσία κάτω από σταθερή πίεση έχει μια χαρακτηριστική θερμοκρασία τ. ή σημείο τήξης. Ο προσδιορισμός του σημείου τ. έχει μεγάλη σημασία στην οργανική χημεία για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”